- παραχαράσσω
- ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Νμτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ.β. «παραχάραξε την αλήθεια»)νεοελλ.απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι παραχαράκτηςμσν.-αρχ.1. σφραγίζω εκ νέου ή με νέα σφραγίδα, δίνω νέα αξία, νέα τιμή στο νόμισμα («δεῑ κἀμε νόμισμα παρακόψαι καὶ παραχαράξαι τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτεία», Πλούτ.)2. μτφ. αναπροσδιορίζω, προσδιορίζω νέους όρους («παραχαράττων τὰ εἰς τὴν δίαιταν» — προσδιορίζοντας νέους όρους ζωής, Λουκιαν.)αρχ.1. υποβιβάζω, υποτιμώ, εξευτελίζω το νόμισμα («οἱ παραχαράσσοντες τὸ νόμισμα», Δίων Χρ.)2. μτφ. παραβιάζω, υποβαθμίζω κάτι («τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ παραχαράσσειν», Φίλ.)3. γραμμ. μτφ. μεταχειρίζομαι λέξη με άλλη σημασία, διαφορετική από την ορθή («ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ παρακεχαραγμένα», Αριστείδ.).
Dictionary of Greek. 2013.